Greek Meaning of promenaded
Περιπατούσε
Other Greek words related to Περιπατούσε
- Βημάτιζε
- περπάτησε
- πορευμένος
- ενισχυμένος
- Παρέλασε
- περίπατος
- κλιμακωτός
- βάδισε
- περπατούσε
- περιπλανήθηκε
- σκαλισμένος
- πάτησε
- Στρατεύματα
- περπατούσε
- συσσωματωμένος
- ποδοκίνητος
- ανέβηκε
- την έκανε (το)
- (πόδι)
- τριγυρνώ
- ρυθμισμένος
- περιδιαβαίνειν
- χοροπηδούσε
- Βγήκε
- πατάω
- πατήθηκε
- πατημένος
- Έκανε πεζοπορία
- περιπλανήθηκε
- κουτσός
- Κούτσαινε
- Τριμμένο
- περιπλανάται
- τσαπατσουλιάζω
- ταχύ περπάτημα
- έλεγε ασυναρτησίες
- απορημένος
- στα δάχτυλα των ποδιών
- πατημένο
- περπατούσε με δυσκολία
Nearest Words of promenaded
Definitions and Meaning of promenaded in English
promenaded
to take or go on a promenade, a place for strolling, to perform a promenade in a dance, to walk about in or on, a part of a square dance in which couples move counterclockwise in a circle, to take a stroll in public, a walk or ride for pleasure or to be seen, a leisurely walk or ride especially in a public place for pleasure or display, a figure in a square dance in which couples move counterclockwise in a circle, a ceremonious opening of a formal ball consisting of a grand march of all the guests
FAQs About the word promenaded
Περιπατούσε
to take or go on a promenade, a place for strolling, to perform a promenade in a dance, to walk about in or on, a part of a square dance in which couples move c
Βημάτιζε,περπάτησε,πορευμένος,ενισχυμένος,Παρέλασε,περίπατος,κλιμακωτός,βάδισε,περπατούσε,περιπλανήθηκε
No antonyms found.
prolusions => προοίμιο, prolongs => παρατείνει, prolonging => παρατείνοντας, prologues => πρόλογοι, prologs => πρόλογοι,