Greek Meaning of riding
ιππασία
Other Greek words related to ιππασία
- χλευαστικός
- ειρωνικός
- πειράγματα
- ενοχλητικό
- δόλωμα
- ενοχλητικός
- Εκφοβισμός
- γιουχάρισμα
- βασανίζει
- κοροϊδευτικό
- δοκιμές
- βασανίζοντας
- Προσπαθώντας
- ενοχλητικός
- κοροϊδεύω
- βελόνια
- επιλογή
- επιδεινούμενος
- λυπηρό
- αναστάτωση
- ενοχλητικός
- βασανιστικός
- πολιορκώντας
- εκφοβισμός
- εκφοβισμός
- Τρίψιμο
- ειρωνικό
- δυσάρεστος
- ανησυχητικό
- Περίπατος με το σκύλο
- εκνευριστικός
- τριβή
- γλάσο
- Ενοχλητικός
- αποκτώντας
- Τζιμπάρισμα
- πρόκληση
- σίτα
- γκρινιάρης
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- κήρυγμα
- καταδίωξη
- ερεθιστικός
- φαγούρα
- κοροϊδευτική
- τζιμπάρισμα
- γκρινιάρης
- κνίδωση
- διώκτης
- ενοχλητικό
- παρενόχληση
- πικάν
- ράσπα
- εκνευριστικό
- ανακάτεμα
- βασανιστικός
- ανησυχητικό
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- καιόμενος
- τρωκτικός (σε)
- χάκινγκ (απενεργοποίηση)
- χαγκρίντινγκ
- ερεθιστικός
- γκρίνια
- ενοχλητικός
- βάζω έξω
- φτύνω
- Τρομοκρατικός
Nearest Words of riding
- riding bitt => χαλινάρι
- riding boot => μπότες ιππασίας
- riding breeches => ρούχα ιππασίας
- riding crop => Μαστίγιο ιππασίας
- riding habit => Ιππασία
- riding horse => Ίππος ιππασίας
- riding lamp => Φανάρι ιππασίας
- riding light => φώτα πορείας
- riding master => Ιππικός εκπαιδευτής
- riding mower => Αυτοκινούμενο χλοοκοπτικό
Definitions and Meaning of riding in English
riding (n)
the sport of sitting on the back of a horse while controlling its movements
travel by being carried on horseback
riding (p. pr. & vb. n.)
of Ride
riding (n.)
One of the three jurisdictions into which the county of York, in England, is divided; -- formerly under the government of a reeve. They are called the North, the East, and the West, Riding.
The act or state of one who rides.
A festival procession.
Same as Ride, n., 3.
A district in charge of an excise officer.
riding (a.)
Employed to travel; traveling; as, a riding clerk.
Used for riding on; as, a riding horse.
Used for riding, or when riding; devoted to riding; as, a riding whip; a riding habit; a riding day.
FAQs About the word riding
ιππασία
the sport of sitting on the back of a horse while controlling its movements, travel by being carried on horsebackof Ride, One of the three jurisdictions into wh
χλευαστικός,ειρωνικός,πειράγματα,ενοχλητικό,δόλωμα,ενοχλητικός,Εκφοβισμός,γιουχάρισμα,βασανίζει,κοροϊδευτικό
κατάδυση,βουτιά,κατακάθιση,βύθιση,βούτηγμα,Αιχμή,imμέρσ,βυθιζόμενος,καταδύοντας
ridiculousness => γελοιότητα, ridiculously => γελοία, ridiculosity => γελοιότητα, ridiculize => γελοιοποιώ, ridiculing => κοροϊδευτικό,