Greek Meaning of lunging
Αιχμή
Other Greek words related to Αιχμή
Nearest Words of lunging
Definitions and Meaning of lunging in English
lunging (p. pr. & vb. n.)
of Lunge
FAQs About the word lunging
Αιχμή
of Lunge
κατάδυση,βουτιά,βούτηγμα,κατακάθιση,βύθιση,imμέρσ,βυθιζόμενος,καταδύοντας
παρασυρμός,επιπλέων,ολίσθηση,κρεμαστό,Αιωρούμενο,ιππασία,Ιστιοπλοΐα,κολύμβηση,λικνιζόμενος,κρεμαστός
lungie => Λούνγκι, lungi => φουστανελα, lung-grown => πνευμονικός, lungfish => Διπνόος, lunger => καπνιστής,