FAQs About the word lunged

πετάχτηκε

of Lunge, Having lungs, or breathing organs similar to lungs.

βούτηξε,περιστέρι,βυθισμένος,βούλιαξε,εγκαταστημένος,βυθισμένο,βουτηγμένο,εμβαπτισμένος,βυθισμένος,βυθισμένος

παρασυρμένος,επιπλέων,κρεμασμένος,αιωρούνταν,κρεμασμένος (κρεμασμένη),ήρεμος,rode,έπλευσε,Αναστολή,κολύμπησε

lunge => εκδοχή, lung cancer => Καρκίνος του πνεύμονα, lung => Πνεύμονας, lunette => lunetta, lunet => ημισέληνος,