Greek Meaning of lunged
πετάχτηκε
Other Greek words related to πετάχτηκε
Nearest Words of lunged
Definitions and Meaning of lunged in English
lunged (imp. & p. p.)
of Lunge
lunged (a.)
Having lungs, or breathing organs similar to lungs.
FAQs About the word lunged
πετάχτηκε
of Lunge, Having lungs, or breathing organs similar to lungs.
βούτηξε,περιστέρι,βυθισμένος,βούλιαξε,εγκαταστημένος,βυθισμένο,βουτηγμένο,εμβαπτισμένος,βυθισμένος,βυθισμένος
παρασυρμένος,επιπλέων,κρεμασμένος,αιωρούνταν,κρεμασμένος (κρεμασμένη),ήρεμος,rode,έπλευσε,Αναστολή,κολύμπησε
lunge => εκδοχή, lung cancer => Καρκίνος του πνεύμονα, lung => Πνεύμονας, lunette => lunetta, lunet => ημισέληνος,