Greek Meaning of poising

πόζα

Other Greek words related to πόζα

Definitions and Meaning of poising in English

Webster

poising (p. pr. & vb. n.)

of Poise

FAQs About the word poising

πόζα

of Poise

ενθαρρυντικός,ενδυναμωτικός,προετοιμασία,εκνευριστικός,Κλοπή,ενδυνάμωση,οπλισμός,ενίσχυση,ενίσχυση,επιπλέων (πάνω)

αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,Τρέμουλο,ανησυχητικό,εξουθενωτικό,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,εξαντλητικό,υπονομεύω,μαλάκωμα

poiser => ιστάμενο, poised => ήρεμος, poise => ηρεμία, pointy-toed => μυτερό, pointsman => Σημειωτής,