Greek Meaning of forearming
πήχυσ
Other Greek words related to πήχυσ
- ενθαρρυντικός
- ενδυναμωτικός
- ενδυνάμωση
- εκνευριστικός
- πόζα
- ψυχικός (ενθάρρυνση)
- προετοιμασία
- Κλοπή
- οπλισμός
- ενίσχυση
- ενίσχυση
- επιπλέων (πάνω)
- ενίσχυση
- επευφημία (πάνω)
- ελπιδοφόρος
- ενθαρρυντικός
- επιβολή
- σκλήρυνση
- εμπνευσμένος
- αποδίδοντας
- στήριξη (προς τα πάνω)
- συγκέντρωση
- ενισχυτικός
- ενισχύοντας
- διεγερτικός
- καρύκευμα
- Ανάδευση
- υποστηρίζων
- βιώσιμο
- ενίσχυση
Nearest Words of forearming
Definitions and Meaning of forearming in English
forearming
the part of the arm between the elbow and the wrist, the corresponding part in other vertebrates, to arm in advance, the part of the human arm between the elbow and the wrist
FAQs About the word forearming
πήχυσ
the part of the arm between the elbow and the wrist, the corresponding part in other vertebrates, to arm in advance, the part of the human arm between the elbow
ενθαρρυντικός,ενδυναμωτικός,ενδυνάμωση,εκνευριστικός,πόζα,ψυχικός (ενθάρρυνση),προετοιμασία,Κλοπή,οπλισμός,ενίσχυση
αποθαρρυντικός,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,Τρέμουλο,ανησυχητικό,εξουθενωτικό,αποθαρρυντικός,ψυχική διέγερση (έξω),υπονομεύω
forearmed => οπλισμένος , 'fore => μπροστά, forces => δυνάμεις, force-feeding => βίαιος ταϊσμός, force-fed => αναγκαστική σίτιση,