Greek Meaning of forearmed

οπλισμένος

Other Greek words related to οπλισμένος

Definitions and Meaning of forearmed in English

forearmed

the part of the arm between the elbow and the wrist, the corresponding part in other vertebrates, to arm in advance, the part of the human arm between the elbow and the wrist

FAQs About the word forearmed

οπλισμένος

the part of the arm between the elbow and the wrist, the corresponding part in other vertebrates, to arm in advance, the part of the human arm between the elbow

ενισχυμένος,οχυρωμένος,οπλισμένος,νευρικός,ήρεμος,έτοιμος,χαλύβδινος,Ενισχυμένο,στηριγμένος,επιπλέων (πάνω)

εκφοβισμένος,Αποθαρρυμένος,αποθαρρυμένος,απογοητευμένος,σοκαρισμένος,ανήσυχος,εξασθενημένος,απογοητευμένος,εξασθενημένος,καταβεβλημένος

'fore => μπροστά, forces => δυνάμεις, force-feeding => βίαιος ταϊσμός, force-fed => αναγκαστική σίτιση, forboding => Προαίσθημα,