Greek Meaning of nerved

νευρικός

Other Greek words related to νευρικός

Definitions and Meaning of nerved in English

Webster

nerved (imp. & p. p.)

of Nerve

Webster

nerved (a.)

Having nerves of a special character; as, weak-nerved.

Having nerves, or simple and parallel ribs or veins.

FAQs About the word nerved

νευρικός

of Nerve, Having nerves of a special character; as, weak-nerved., Having nerves, or simple and parallel ribs or veins.

περιπετειώδης,έντονος,γενναίος,γενναίος,Τολμηρός,ατρόμητος,ανθεκτικός,περιπετειώδης,Θρασύς,αριστοκρατικός

φοβισμένος,προσεκτικός,προσεκτικός,Δειλός,δειλός,φοβισμένος,γαλακτώδες,συνετός,Μικρόψυχος,ντροπαλός

nerve tract => Νευρική δέσμη, nerve tissue => Νευρικός ιστός, nerve plexus => Πλέγμα νεύρων, nerve pathway => Οδός νεύρου, nerve impulse => Νευρική ώθηση,