Greek Meaning of nervelessness
ψυχραιμία
Other Greek words related to ψυχραιμία
- μαλακός
- Αδύναμος
- εξασθενημένος
- Άχρωμο
- εξασθενημένος
- χαλαρός
- εύθραυστος
- αναποτελεσματικός
- Ασπόνδυλα
- Ανίσχυρος
- ντροπαλός
- χοντρογόνατος
- Αδύναμος
- βρεγμένος
- μαλθακός
- δειλός
- αμφίθυμος
- ντελικάτος
- γαλακτώδες
- Δειλός
- δειλός
- ευνουχισμένος
- Δειλός
- χαλαρός
- ανίσχυρος
- ανίκανος
- ανίκανος
- αναποτελεσματικός
- άρρωστος
- αναποφάσιστος
- Ως αρνί
- Δειλός
- ντελικάτος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- δειλός
- ανίσχυρος
- Μικρόψυχος
- μαλάκας
- υποτακτικός
- ανήσυχος
- Ασυνείδητος
- Αδίστακτος
- κακός
- νεμπίς
Nearest Words of nervelessness
- nervelessly => απαθώς
- nerveless => αναίσθητος
- nerved => νευρικός
- nerve tract => Νευρική δέσμη
- nerve tissue => Νευρικός ιστός
- nerve plexus => Πλέγμα νεύρων
- nerve pathway => Οδός νεύρου
- nerve impulse => Νευρική ώθηση
- nerve growth factor => αυξητικός παράγοντας των νεύρων
- nerve gas => Νευροτοξικοί παράγοντες
Definitions and Meaning of nervelessness in English
nervelessness (n)
fearless self-possession in the face of danger
nervelessness (n.)
The state of being nerveless.
FAQs About the word nervelessness
ψυχραιμία
fearless self-possession in the face of dangerThe state of being nerveless.
μαλακός,Αδύναμος,εξασθενημένος,Άχρωμο,εξασθενημένος,χαλαρός,εύθραυστος,αναποτελεσματικός,Ασπόνδυλα,Ανίσχυρος
ηθικός,στερεός,καλός,σκληρός,ηθικός,δεξιά,δίκαιος,δυνατός,σκληρός,κατακόρυφος
nervelessly => απαθώς, nerveless => αναίσθητος, nerved => νευρικός, nerve tract => Νευρική δέσμη, nerve tissue => Νευρικός ιστός,