Greek Meaning of nervelessness

ψυχραιμία

Other Greek words related to ψυχραιμία

Definitions and Meaning of nervelessness in English

Wordnet

nervelessness (n)

fearless self-possession in the face of danger

Webster

nervelessness (n.)

The state of being nerveless.

FAQs About the word nervelessness

ψυχραιμία

fearless self-possession in the face of dangerThe state of being nerveless.

μαλακός,Αδύναμος,εξασθενημένος,Άχρωμο,εξασθενημένος,χαλαρός,εύθραυστος,αναποτελεσματικός,Ασπόνδυλα,Ανίσχυρος

ηθικός,στερεός,καλός,σκληρός,ηθικός,δεξιά,δίκαιος,δυνατός,σκληρός,κατακόρυφος

nervelessly => απαθώς, nerveless => αναίσθητος, nerved => νευρικός, nerve tract => Νευρική δέσμη, nerve tissue => Νευρικός ιστός,