Greek Meaning of limp-wristed
ντελικάτος
Other Greek words related to ντελικάτος
- μαλακός
- Αδύναμος
- εξασθενημένος
- Άχρωμο
- εξασθενημένος
- χαλαρός
- εύθραυστος
- αναποτελεσματικός
- Ασπόνδυλα
- ντελικάτος
- αναίσθητος
- Ανίσχυρος
- ντροπαλός
- χοντρογόνατος
- Αδύναμος
- βρεγμένος
- μαλθακός
- δειλός
- αμφίθυμος
- γαλακτώδες
- Δειλός
- δειλός
- ευνουχισμένος
- Δειλός
- χαλαρός
- ανίσχυρος
- ανίκανος
- ανίκανος
- αναποτελεσματικός
- άρρωστος
- αναποφάσιστος
- Ως αρνί
- Δειλός
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- δειλός
- ανίσχυρος
- Μικρόψυχος
- μαλάκας
- υποτακτικός
- ανήσυχος
- Ασυνείδητος
- Αδίστακτος
- κακός
- νεμπίς
Nearest Words of limp-wristed
Definitions and Meaning of limp-wristed in English
limp-wristed
weak, effeminate
FAQs About the word limp-wristed
ντελικάτος
weak, effeminate
μαλακός,Αδύναμος,εξασθενημένος,Άχρωμο,εξασθενημένος,χαλαρός,εύθραυστος,αναποτελεσματικός,Ασπόνδυλα,ντελικάτος
ηθικός,στερεός,καλός,σκληρός,ηθικός,Ευσυνείδητος,δεξιά,δίκαιος,δυνατός,σκληρός
limps => κουτσαίνει, limousines => Λιμουζίνες, limits => όρια, limitations => περιορισμοί, liminal => οριακός,