Greek Meaning of stouthearted

γενναίος

Other Greek words related to γενναίος

Definitions and Meaning of stouthearted in English

Wordnet

stouthearted (s)

used especially of persons

FAQs About the word stouthearted

γενναίος

used especially of persons

γενναίος,γενναίος,ατρόμητος,γενναιοδωρος,ηρωικός,ηρωικός,γενναίος,περιπετειώδης,έντονος,ανίκητος

ανήσυχος,ανήσυχος,προσεκτικός,προσεκτικός,κοτόπουλο,Δειλός,δειλός,διστακτικός,Δειλός,φοβισμένος

stout-billed => με χοντρό ράμφος, stout => γεροδεμένος, stoup => κολυμβήθρα, stotinka => Στοτίνκα, storyteller => Αφηγητής,