Greek Meaning of unadventurous

δειλός

Other Greek words related to δειλός

Definitions and Meaning of unadventurous in English

Wordnet

unadventurous (a)

lacking in boldness

FAQs About the word unadventurous

δειλός

lacking in boldness

αντικοινωνικός,Αμήχανος,συνειδητός,μη διεκδικητικός,μη επιχειρηματίας,ακοινώνητος,αντικοινωνικός,αμήχανος,ντροπαλός,διστακτικός

φιλικός,Φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,κοινωνικός,άσεμνος,εξωστρεφής,κοινωνικός,έντονος,δώρο

unadulterated => ατόφιος, unadulterate => αμιγής, unadorned => άκοσμος, unadoptable => υιοθεσία, unadmittable => μη αποδεκτός,