Greek Meaning of daredevil

Τολμηρός

Other Greek words related to Τολμηρός

Definitions and Meaning of daredevil in English

Wordnet

daredevil (n)

a reckless impetuous irresponsible person

Wordnet

daredevil (s)

presumptuously daring

FAQs About the word daredevil

Τολμηρός

a reckless impetuous irresponsible person, presumptuously daring

περιπετειώδης,γενναίος,γενναίος,Τολμηρός,απερίσκεπτος,ηρωικός,απερίσκεπτος,περιπετειώδης,Θρασύς,θρασύς

προσεκτικός,προσεκτικός,συνετός,φοβισμένος,Φρουρούμενος,προσεκτικός,συνετός,ασφαλής,τρομακτικός,ντροπαλός

dared => τόλμησε, dare => τολμώ, dardic language => Δαρδική γλώσσα, dardic => dardic, dardanian => δαρδανικός,