Greek Meaning of hotheaded

Οξύθυμος

Other Greek words related to Οξύθυμος

Definitions and Meaning of hotheaded in English

Wordnet

hotheaded (s)

quickly aroused to anger

characterized by undue haste and lack of thought or deliberation

FAQs About the word hotheaded

Οξύθυμος

quickly aroused to anger, characterized by undue haste and lack of thought or deliberation

θρασύς,γενναίος,θρασύς,γενναίος,Τολμηρός,ανίκητος,ατρόμητος,απερίσκεπτος,απρόσεκτος,παρορμητικός

προσεκτικός,προσεκτικός,διστακτικός,προσεκτικός,συνετός,ντροπαλός,ντροπαλός,δειλός,φοβισμένος,ταραγμένος

hot-head => παρορμητικός, hothead => θερμόαιμος, hoth => Χοθ, hot-fudge sauce => Ζεστή σάλτσα φοντάν, hotfoot => καυτά πόδια,