Greek Meaning of startled
τρομαγμένος
Other Greek words related to τρομαγμένος
Nearest Words of startled
- startle response => Απόκριση έκπληξης
- startle reflex => Αντανακλαστικό εκπλήξεως
- startle reaction => Αντίδραση εκπλήξεως
- startle => ξαφνιάζω
- starting time => Ώρα έναρξης
- starting stall => στάση εκκίνησης
- starting signal => Σήμα εκκίνησης
- starting post => Γραμμή εκκίνησης
- starting point => σημείο εκκίνησης
- starting pitcher => Πίτσερ εκκίνησης
Definitions and Meaning of startled in English
startled (s)
excited by sudden surprise or alarm and making a quick involuntary movement
FAQs About the word startled
τρομαγμένος
excited by sudden surprise or alarm and making a quick involuntary movement
δέος,απορημένος,έκπληκτος (ek-pleek-tos),έκπληκτος,έκπληκτος,έκπληκτος,έκπληκτος,έκπληκτος,έκπληκτος,έκπληκτος
αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,ανεπηρέαστος,αδιάφορος,βαρετό,αποστασιοποιημένος,αναίσθητος,αναίσθητος,Αδιάφορος
startle response => Απόκριση έκπληξης, startle reflex => Αντανακλαστικό εκπλήξεως, startle reaction => Αντίδραση εκπλήξεως, startle => ξαφνιάζω, starting time => Ώρα έναρξης,