Greek Meaning of openmouthed

με το στόμα ανοιχτό

Other Greek words related to με το στόμα ανοιχτό

Definitions and Meaning of openmouthed in English

Wordnet

openmouthed (s)

with eyes or mouth open in surprise

FAQs About the word openmouthed

με το στόμα ανοιχτό

with eyes or mouth open in surprise

έκπληκτος,έκπληκτος,δέος,έκπληκτος,απορημένος,έκπληκτος (ek-pleek-tos),θαυμάσιος,απορώντας,έκπληκτος,αναρωτιέται

αδιάφορος,αναίσθητος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,ανεπηρέαστος,αδιάφορος,βαρετό,αποστασιοποιημένος,Αδιάφορος,ανέμπνευστος

open-minded => ανοιχτόμυαλος, openly => ανοικτά, opening night => Πρεμιέρα, opening move => Η αρχική κίνηση, opening line => Πρώτη σειρά,