Greek Meaning of awestruck
έκπληκτος
Other Greek words related to έκπληκτος
- έκπληκτος
- έκπληκτος
- σοκαρισμένος
- έκπληκτη
- έκπληκτος
- τρομοκρατημένος
- έκπληκτος
- αποσβολωμένος
- Ξερός
- έκπληκτος (ek-pleek-tos)
- έκπληκτος
- τρομοκρατημένος
- Υπερφορτωμένος
- τρομαγμένος
- έκθαμβος
- έκπληκτος
- φρίκη
- δέος
- καταπληκτικός
- απορημένος
- στα τυφλά
- έκπληκτος
- μπερδεμένος
- ζαλισμένος
- απογοητευμένος
- με το στόμα ανοιχτό
- έκπληκτος
- με διάπλατα μάτια
Nearest Words of awestruck
Definitions and Meaning of awestruck in English
awestruck (a)
having or showing a feeling of mixed reverence and respect and wonder and dread
FAQs About the word awestruck
έκπληκτος
having or showing a feeling of mixed reverence and respect and wonder and dread
έκπληκτος,έκπληκτος,σοκαρισμένος,έκπληκτη,έκπληκτος,τρομοκρατημένος,έκπληκτος,αποσβολωμένος,Ξερός,έκπληκτος (ek-pleek-tos)
ανεπίσημος,αδιάφορος,ατάραχος,Ανέκφραστος,αδιάφορος
awe-stricken => δέος, awestricken => έκπληκτος, awesomeness => φοβερότητα, awesome => καταπληκτικός, aweless => αφόβος,