Greek Meaning of marveling

θαυμάσιος

Other Greek words related to θαυμάσιος

Definitions and Meaning of marveling in English

Webster

marveling (p. pr. & vb. n.)

of Marvel

FAQs About the word marveling

θαυμάσιος

of Marvel

έκπληκτος,έκπληκτος,έκπληκτος,δέος,έκπληκτος,έκπληκτος,απορημένος,έκπληκτος (ek-pleek-tos),μπερδεμένος,έκπληκτος

αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,ανεπηρέαστος,αδιάφορος,βαρετό,αποστασιοποιημένος,αναίσθητος,Αδιάφορος,αναίσθητος

marveled => θαύμασε, marvel => θαύμα, marut => μαρούτ, marupa => μαρουπά, marumi kumquat => Μάρουμι κούμκουατ,