Greek Meaning of startle
ξαφνιάζω
Other Greek words related to ξαφνιάζω
Nearest Words of startle
- starting time => Ώρα έναρξης
- starting stall => στάση εκκίνησης
- starting signal => Σήμα εκκίνησης
- starting post => Γραμμή εκκίνησης
- starting point => σημείο εκκίνησης
- starting pitcher => Πίτσερ εκκίνησης
- starting motor => Μίζα
- starting line => Γραμμή εκκίνησης
- starting handle => μανιβέλα εκκίνησης
- starting gate => Γραμμή εκκίνησης
- startle reaction => Αντίδραση εκπλήξεως
- startle reflex => Αντανακλαστικό εκπλήξεως
- startle response => Απόκριση έκπληξης
- startled => τρομαγμένος
- startling => Εντυπωσιακός
- startlingly => εκπληκτικά
- start-off => έναρξη
- startup => Νεοφυής επιχείρηση
- starvation => λιμός
- starvation acidosis => Οξεία ασιτία
Definitions and Meaning of startle in English
startle (n)
a sudden involuntary movement
startle (v)
to stimulate to action
move or jump suddenly, as if in surprise or alarm
FAQs About the word startle
ξαφνιάζω
a sudden involuntary movement, to stimulate to action, move or jump suddenly, as if in surprise or alarm
εκπλήσσει,εκπλήσσειν,σοκ,ζαλίζω,έκπληξη,εκπλήσσειν,αποσυντονίζω,ανατρέπω,αμηχανία,άναυδος
διαβεβαιώ,καθησυχάζω,ζητωκραυγές,Άνεση,Κονσόλα,ενθαρρύνω,Εμπνέω,,Χάλυβας,ενθαρρύνω
starting time => Ώρα έναρξης, starting stall => στάση εκκίνησης, starting signal => Σήμα εκκίνησης, starting post => Γραμμή εκκίνησης, starting point => σημείο εκκίνησης,