Greek Meaning of concerned
ανήσυχος
Other Greek words related to ανήσυχος
Nearest Words of concerned
- concernedly => με ανησυχία
- concert => συναυλία
- concert band => Συγκρότημα συναυλιών
- concert dance => Συναυλιακός χορός
- concert grand => Κοντσέρτο γκραντ
- concert hall => Αίθουσα συναυλιών
- concert of europe => συναυλία της Ευρώπης
- concert of the powers => συναυλία των δυνάμεων
- concert piano => Συναυλιακό πιάνο
- concert pitch => διαπασών συναυλίας
Definitions and Meaning of concerned in English
concerned (a)
feeling or showing worry or solicitude
concerned (s)
involved in or affected by or having a claim to or share in
culpably involved
FAQs About the word concerned
ανήσυχος
feeling or showing worry or solicitude, involved in or affected by or having a claim to or share in, culpably involved
απορροφάται,ανήσυχος,αποσπασμένος,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,εμπλεκόμενος,κατειλημμένος,προβληματισμένος,ανήσυχος,γεμάτος
αδιάφορος ,ανεπίσημος,κουλ,αποσπασμένος,αδιάφορος,αποστασιοποιημένος,αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,αδιάφορος
concern => ανησυχία, conceptus => έμβρυο, conceptually => εννοιολογικά, conceptualize => Εννοιολογώ, conceptualization => εννοιολόγηση,