Greek Meaning of concerned

ανήσυχος

Other Greek words related to ανήσυχος

Definitions and Meaning of concerned in English

Wordnet

concerned (a)

feeling or showing worry or solicitude

Wordnet

concerned (s)

involved in or affected by or having a claim to or share in

culpably involved

FAQs About the word concerned

ανήσυχος

feeling or showing worry or solicitude, involved in or affected by or having a claim to or share in, culpably involved

απορροφάται,ανήσυχος,αποσπασμένος,αρραβωνιασμένος,απορροφημένος,εμπλεκόμενος,κατειλημμένος,προβληματισμένος,ανήσυχος,γεμάτος

αδιάφορος ,ανεπίσημος,κουλ,αποσπασμένος,αδιάφορος,αποστασιοποιημένος,αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,αδιάφορος

concern => ανησυχία, conceptus => έμβρυο, conceptually => εννοιολογικά, conceptualize => Εννοιολογώ, conceptualization => εννοιολόγηση,