Greek Meaning of swashbuckling

Μπαγαπότης

Other Greek words related to Μπαγαπότης

Definitions and Meaning of swashbuckling in English

Wordnet

swashbuckling (n)

flamboyantly reckless and boastful behavior

Wordnet

swashbuckling (s)

flamboyantly adventurous

FAQs About the word swashbuckling

Μπαγαπότης

flamboyantly reckless and boastful behavior, flamboyantly adventurous

περιπετειώδης,περιπετειώδης,θρασύς,γενναίος,γενναίος,Τολμηρός,Τολμηρός,αριστοκρατικός,ανίκητος,ατρόμητος

προσεκτικός,προσεκτικός,Δειλός,δειλός,γαλακτώδες,συνετός,Μικρόψυχος,ντροπαλός,ντροπαλός,δειλός

swashbuckler => Μαχητής, swash => θόρυβος, swarthy => μελαχρινός, swarthiness => μαυρίλα, swart => μελανός,