Greek Meaning of nervy

θαρραλέος

Other Greek words related to θαρραλέος

Definitions and Meaning of nervy in English

Wordnet

nervy (s)

being in a tense state

showing or requiring courage and contempt of danger

offensively bold

Webster

nervy (superl. -)

Strong; sinewy.

FAQs About the word nervy

θαρραλέος

being in a tense state, showing or requiring courage and contempt of danger, offensively boldStrong; sinewy.

διεκδικητικός,Θρασύς,αμβλύς,έντονος,θρασύς,θρασύς,θρασύς,θρασύς,Σίγουρος για τον εαυτό του,καυχησιάρης

ταπεινός,σεμνός,κατάλληλος,ντροπαλός,ντροπαλός,ντροπιασμένος,ευγενικός,σεβαστικός,κόσμιος,Αμήχανος

nervus vestibulocochlearis => Νεύρο ακουστικό-επιβλητικό, nervus vagus => Νεύρο πνευμονογαστρικό, nervus ulnaris => Ωλένιος, nervus trigeminus => Τρίδυμο νεύρο, nervus saphenus => Σαφηνής νεύρο,