Greek Meaning of brassbound
με ορείχαλκο
Other Greek words related to με ορείχαλκο
- άκαμπτος
- αυστηρός
- αυστηρός
- αμετάπειστος
- χυτοσίδηρος
- κοντά
- συνειδητός
- ακριβές
- απαιτητικός
- Σκληρή γραμμή
- άκαμπτος
- σχολαστικός
- Επιλεγμένο
- σταθερός
- αυστηρός
- πεισματάρης
- σκληρός
- αδιάλλακτος
- αδαμάντινος
- αυστηρός
- απαιτητικός
- αποφασισμένος
- επίμονος
- στερεός
- Φlinstones
- επιλεκτικός
- ζοφερός
- σκληρός
- σκληρυμένο
- σκληρός
- ακίνητος
- αμείλικτος
- σιδεροδέσμιος
- επιμελής
- σχολαστικός
- αμείλικτος
- συνειδητός
- σοβαρός
- αποφασισμένος
- πρύμνη
- επίμονος
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- ακλόνητος
- σταθερός
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- συμβατός
- εύκολος
- ευέλικτος
- χαλαρός
- χαλαρός
- χαλαρός
- Χαλαρός
- συγκαταβατικός
- ανένδοτος
- εύκολος
- ήπιος
- επιεικής
- παρακαλώ
- επιεικής
- ελεήμων
- ήπιος
- αμελής
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- απρόσεκτος
- μαλακός
- ανεκτικός
- υποχωρητικός
- αμελής
- Χάιδεμα
- επιεικής
- αμελής
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- κακομαθαίνω
- ανέμελος
Nearest Words of brassbound
Definitions and Meaning of brassbound in English
brassbound (s)
inflexibly entrenched and unchangeable
having trim or fittings of brass
FAQs About the word brassbound
με ορείχαλκο
inflexibly entrenched and unchangeable, having trim or fittings of brass
άκαμπτος,αυστηρός,αυστηρός,αμετάπειστος,χυτοσίδηρος,κοντά,συνειδητός,ακριβές,απαιτητικός,Σκληρή γραμμή
συμβατός,εύκολος,ευέλικτος,χαλαρός,χαλαρός,χαλαρός,Χαλαρός,συγκαταβατικός,ανένδοτος,εύκολος
brassavola => Brassavola, brassart => Νάρθηκας, brassard => Περιβραχιόνιο, brassaia actinophylla => Σχεφλέρα, brassage => Ανάμειξη,