Greek Meaning of brassbound

με ορείχαλκο

Other Greek words related to με ορείχαλκο

Definitions and Meaning of brassbound in English

Wordnet

brassbound (s)

inflexibly entrenched and unchangeable

having trim or fittings of brass

FAQs About the word brassbound

με ορείχαλκο

inflexibly entrenched and unchangeable, having trim or fittings of brass

άκαμπτος,αυστηρός,αυστηρός,αμετάπειστος,χυτοσίδηρος,κοντά,συνειδητός,ακριβές,απαιτητικός,Σκληρή γραμμή

συμβατός,εύκολος,ευέλικτος,χαλαρός,χαλαρός,χαλαρός,Χαλαρός,συγκαταβατικός,ανένδοτος,εύκολος

brassavola => Brassavola, brassart => Νάρθηκας, brassard => Περιβραχιόνιο, brassaia actinophylla => Σχεφλέρα, brassage => Ανάμειξη,