Greek Meaning of flinty
Φlinstones
Other Greek words related to Φlinstones
- αυστηρός
- αυταρχικός
- βαρύς
- σκληρός
- σκληρυμένο
- σκληρός
- άκαμπτος
- αυστηρός
- σοβαρός
- πρύμνη
- αυστηρός
- σκληρός
- αμετάπειστος
- απαιτητικός
- κατσούφης
- αδέξιος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- άσπλαχνος
- ράβδος καθαρισμού
- αμείλικτος
- σταθερός
- αδαμάντινος
- ασκητής
- ασκητικός
- εκφοβισμός
- σκληρόκαρδος
- αποφασισμένος
- επίμονος
- απαιτητικός
- στερεός
- Σκληρή γραμμή
- Σκληρόκαρδος
- ακίνητος
- άκαμπτος
- αδάμαστος
- μοναστικός
- μοναστικός
- πεισματάρης
- Οστεοποιημένος
- Επιλεγμένο
- σκληρό σαν πέτρα
- αποφασισμένος
- άκαμπτος
- άκαμπτος
- αναίσθητος
- αδιάλλακτος
- σταθερός
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- εύκολος
- εύκολος
- ανεκτικός
- ήπιος
- επιεικής
- χαλαρός
- επιεικής
- ήπιος
- μαλακός
- ανεκτικός
- Αποδεκτός
- φιλανθρωπικός
- ήπιος
- ευγενικός
- χαλαρός
- ελεήμων
- ασθενής
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- μη αποκριτικός
- μαλακοκάδιας
- ανεπιτήδευτο
- πρόθυμος
- υποχωρητικός
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- υπάκουος
- συμβατός
- ανένδοτος
- ευέλικτος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
Nearest Words of flinty
Definitions and Meaning of flinty in English
flinty (a)
containing flint
flinty (s)
showing unfeeling resistance to tender feelings
flinty (superl.)
Consisting of, composed of, abounding in, or resembling, flint; as, a flinty rock; flinty ground; a flinty heart.
FAQs About the word flinty
Φlinstones
containing flint, showing unfeeling resistance to tender feelingsConsisting of, composed of, abounding in, or resembling, flint; as, a flinty rock; flinty groun
αυστηρός,αυταρχικός,βαρύς,σκληρός,σκληρυμένο,σκληρός,άκαμπτος,αυστηρός,σοβαρός,πρύμνη
εύκολος,εύκολος,ανεκτικός,ήπιος,επιεικής,χαλαρός,επιεικής,ήπιος,μαλακός,ανεκτικός
flintwood => Πυρόλιθος, flintware => Πυρίτης, flintstone => Φλίντστοουν, flintlock => πυροβόλο όπλο με πυρίτιο, flintiness => πυριτιτικότητα,