Greek Meaning of monkish
μοναστικός
Other Greek words related to μοναστικός
- ασκητής
- ασκητικός
- αυστηρός
- αυταρχικός
- μοναστικός
- πρύμνη
- αυστηρός
- αδαμάντινος
- σκληρόκαρδος
- απαιτητικός
- κατσούφης
- απαιτητικός
- Φlinstones
- σκληρός
- Σκληρή γραμμή
- σκληρυμένο
- σκληρός
- αδέξιος
- ακίνητος
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- αμείλικτος
- Οστεοποιημένος
- άσπλαχνος
- ράβδος καθαρισμού
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- αυστηρός
- σοβαρός
- σκληρός
- άκαμπτος
- αναίσθητος
- αδιάλλακτος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- αμετάπειστος
- εκφοβισμός
- εκφοβισμός
- αποφασισμένος
- επίμονος
- στερεός
- βαρύς
- Σκληρόκαρδος
- αδάμαστος
- πεισματάρης
- Επιλεγμένο
- σκληρό σαν πέτρα
- αποφασισμένος
- σταθερός
- άκαμπτος
- σταθερός
- αμείλικτος
- φιλανθρωπικός
- εύκολος
- εύκολος
- ευγενικός
- ελεήμων
- ήπιος
- ασθενής
- μαλακός
- ανεπιτήδευτο
- Αποδεκτός
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- υπάκουος
- συμβατός
- ανένδοτος
- ευέλικτος
- ήπιος
- επιεικής
- χαλαρός
- χαλαρός
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- μη αποκριτικός
- μαλακοκάδιας
- πρόθυμος
- υποχωρητικός
- ήπιος
- ανεκτικός
- επιεικής
- ανεκτικός
Nearest Words of monkish
Definitions and Meaning of monkish in English
monkish (s)
befitting a monk; inclined to self-denial
monkish (a.)
Like a monk, or pertaining to monks; monastic; as, monkish manners; monkish dress; monkish solitude.
FAQs About the word monkish
μοναστικός
befitting a monk; inclined to self-denialLike a monk, or pertaining to monks; monastic; as, monkish manners; monkish dress; monkish solitude.
ασκητής,ασκητικός,αυστηρός,αυταρχικός,μοναστικός,πρύμνη,αυστηρός,αδαμάντινος,σκληρόκαρδος,απαιτητικός
φιλανθρωπικός,εύκολος,εύκολος,ευγενικός,ελεήμων,ήπιος,ασθενής,μαλακός,ανεπιτήδευτο,Αποδεκτός
monkhood => μοναχισμός, mon-khmer => μαλαιοπολυνησιακές, monkflower => γομαρίνος, monkfish => Μοναχός , monkey-wrench => γαλλικό κλειδί,