Greek Meaning of monkish

μοναστικός

Other Greek words related to μοναστικός

Definitions and Meaning of monkish in English

Wordnet

monkish (s)

befitting a monk; inclined to self-denial

Webster

monkish (a.)

Like a monk, or pertaining to monks; monastic; as, monkish manners; monkish dress; monkish solitude.

FAQs About the word monkish

μοναστικός

befitting a monk; inclined to self-denialLike a monk, or pertaining to monks; monastic; as, monkish manners; monkish dress; monkish solitude.

ασκητής,ασκητικός,αυστηρός,αυταρχικός,μοναστικός,πρύμνη,αυστηρός,αδαμάντινος,σκληρόκαρδος,απαιτητικός

φιλανθρωπικός,εύκολος,εύκολος,ευγενικός,ελεήμων,ήπιος,ασθενής,μαλακός,ανεπιτήδευτο,Αποδεκτός

monkhood => μοναχισμός, mon-khmer => μαλαιοπολυνησιακές, monkflower => γομαρίνος, monkfish => Μοναχός , monkey-wrench => γαλλικό κλειδί,