Greek Meaning of monoamine
μονοαμίνη
Other Greek words related to μονοαμίνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monoamine
- monoamine neurotransmitter => Μονοαμινεργικός νευροδιαβιβαστής
- monoamine oxidase => Μονοαμινοξειδάση
- monoamine oxidase inhibitor => Αναστολείς μονοαμινοξειδάσης
- monoatomic => μονοατομικός
- monobasic => μονοβασικό
- monobasic acid => μονοβασικό οξύ
- monoblast => Μονοβλάστη
- monoblastic leukaemia => Μονοβλαστική λευχαιμία
- monoblastic leukemia => μονοβλαστική λευχαιμία
- monocanthidae => Μονοακανθίδες
Definitions and Meaning of monoamine in English
monoamine (n)
a molecule containing one amine group (especially one that is a neurotransmitter)
FAQs About the word monoamine
μονοαμίνη
a molecule containing one amine group (especially one that is a neurotransmitter)
No synonyms found.
No antonyms found.
mono- => μονο-, mono => μονο, monnet => Μονέ, monmouth court house => Δικαστήριο Monmouth, monk's seam => Παπάδικη ραφή,