Greek Meaning of monoblastic leukaemia
Μονοβλαστική λευχαιμία
Other Greek words related to Μονοβλαστική λευχαιμία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monoblastic leukaemia
- monoblast => Μονοβλάστη
- monobasic acid => μονοβασικό οξύ
- monobasic => μονοβασικό
- monoatomic => μονοατομικός
- monoamine oxidase inhibitor => Αναστολείς μονοαμινοξειδάσης
- monoamine oxidase => Μονοαμινοξειδάση
- monoamine neurotransmitter => Μονοαμινεργικός νευροδιαβιβαστής
- monoamine => μονοαμίνη
- mono- => μονο-
- mono => μονο
- monoblastic leukemia => μονοβλαστική λευχαιμία
- monocanthidae => Μονοακανθίδες
- monocanthus => Μονόκερως
- monocarbonic => μονοαφθανθρακικός
- monocarboxylic => μονοκαρβοξυλικό
- monocardian => μονοκαρδιακός
- monocarp => μονοκαρποφόρος
- monocarpellary => μονοκαρπελλικός
- monocarpic => μονοκαρπικός
- monocarpic plant => Μονοκαρπικό φυτό
Definitions and Meaning of monoblastic leukaemia in English
monoblastic leukaemia (n)
leukemia characterized by the proliferation of monocytes and monoblasts in the blood
FAQs About the word monoblastic leukaemia
Μονοβλαστική λευχαιμία
leukemia characterized by the proliferation of monocytes and monoblasts in the blood
No synonyms found.
No antonyms found.
monoblast => Μονοβλάστη, monobasic acid => μονοβασικό οξύ, monobasic => μονοβασικό, monoatomic => μονοατομικός, monoamine oxidase inhibitor => Αναστολείς μονοαμινοξειδάσης,