Greek Meaning of monobasic acid
μονοβασικό οξύ
Other Greek words related to μονοβασικό οξύ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monobasic acid
- monobasic => μονοβασικό
- monoatomic => μονοατομικός
- monoamine oxidase inhibitor => Αναστολείς μονοαμινοξειδάσης
- monoamine oxidase => Μονοαμινοξειδάση
- monoamine neurotransmitter => Μονοαμινεργικός νευροδιαβιβαστής
- monoamine => μονοαμίνη
- mono- => μονο-
- mono => μονο
- monnet => Μονέ
- monmouth court house => Δικαστήριο Monmouth
- monoblast => Μονοβλάστη
- monoblastic leukaemia => Μονοβλαστική λευχαιμία
- monoblastic leukemia => μονοβλαστική λευχαιμία
- monocanthidae => Μονοακανθίδες
- monocanthus => Μονόκερως
- monocarbonic => μονοαφθανθρακικός
- monocarboxylic => μονοκαρβοξυλικό
- monocardian => μονοκαρδιακός
- monocarp => μονοκαρποφόρος
- monocarpellary => μονοκαρπελλικός
Definitions and Meaning of monobasic acid in English
monobasic acid (n)
an acid containing only one replaceable hydrogen atom per molecule
FAQs About the word monobasic acid
μονοβασικό οξύ
an acid containing only one replaceable hydrogen atom per molecule
No synonyms found.
No antonyms found.
monobasic => μονοβασικό, monoatomic => μονοατομικός, monoamine oxidase inhibitor => Αναστολείς μονοαμινοξειδάσης, monoamine oxidase => Μονοαμινοξειδάση, monoamine neurotransmitter => Μονοαμινεργικός νευροδιαβιβαστής,