Greek Meaning of monocarbonic
μονοαφθανθρακικός
Other Greek words related to μονοαφθανθρακικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monocarbonic
- monocanthus => Μονόκερως
- monocanthidae => Μονοακανθίδες
- monoblastic leukemia => μονοβλαστική λευχαιμία
- monoblastic leukaemia => Μονοβλαστική λευχαιμία
- monoblast => Μονοβλάστη
- monobasic acid => μονοβασικό οξύ
- monobasic => μονοβασικό
- monoatomic => μονοατομικός
- monoamine oxidase inhibitor => Αναστολείς μονοαμινοξειδάσης
- monoamine oxidase => Μονοαμινοξειδάση
- monocarboxylic => μονοκαρβοξυλικό
- monocardian => μονοκαρδιακός
- monocarp => μονοκαρποφόρος
- monocarpellary => μονοκαρπελλικός
- monocarpic => μονοκαρπικός
- monocarpic plant => Μονοκαρπικό φυτό
- monocarpous => μονοκαρπικός
- monocarpous plant => Μονοκαρπικό φυτό
- monocephalous => μονοκέφαλος
- monoceros => Μονόκερως
Definitions and Meaning of monocarbonic in English
monocarbonic (a.)
Containing one carboxyl group; as, acetic acid is a monocarbonic acid.
FAQs About the word monocarbonic
μονοαφθανθρακικός
Containing one carboxyl group; as, acetic acid is a monocarbonic acid.
No synonyms found.
No antonyms found.
monocanthus => Μονόκερως, monocanthidae => Μονοακανθίδες, monoblastic leukemia => μονοβλαστική λευχαιμία, monoblastic leukaemia => Μονοβλαστική λευχαιμία, monoblast => Μονοβλάστη,