Greek Meaning of monocephalous
μονοκέφαλος
Other Greek words related to μονοκέφαλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monocephalous
- monocarpous plant => Μονοκαρπικό φυτό
- monocarpous => μονοκαρπικός
- monocarpic plant => Μονοκαρπικό φυτό
- monocarpic => μονοκαρπικός
- monocarpellary => μονοκαρπελλικός
- monocarp => μονοκαρποφόρος
- monocardian => μονοκαρδιακός
- monocarboxylic => μονοκαρβοξυλικό
- monocarbonic => μονοαφθανθρακικός
- monocanthus => Μονόκερως
Definitions and Meaning of monocephalous in English
monocephalous (a.)
Having a solitary head; -- said of unbranched composite plants.
FAQs About the word monocephalous
μονοκέφαλος
Having a solitary head; -- said of unbranched composite plants.
No synonyms found.
No antonyms found.
monocarpous plant => Μονοκαρπικό φυτό, monocarpous => μονοκαρπικός, monocarpic plant => Μονοκαρπικό φυτό, monocarpic => μονοκαρπικός, monocarpellary => μονοκαρπελλικός,