Greek Meaning of monocarpic plant
Μονοκαρπικό φυτό
Other Greek words related to Μονοκαρπικό φυτό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monocarpic plant
- monocarpic => μονοκαρπικός
- monocarpellary => μονοκαρπελλικός
- monocarp => μονοκαρποφόρος
- monocardian => μονοκαρδιακός
- monocarboxylic => μονοκαρβοξυλικό
- monocarbonic => μονοαφθανθρακικός
- monocanthus => Μονόκερως
- monocanthidae => Μονοακανθίδες
- monoblastic leukemia => μονοβλαστική λευχαιμία
- monoblastic leukaemia => Μονοβλαστική λευχαιμία
Definitions and Meaning of monocarpic plant in English
monocarpic plant (n)
a plant that bears fruit once and dies
FAQs About the word monocarpic plant
Μονοκαρπικό φυτό
a plant that bears fruit once and dies
No synonyms found.
No antonyms found.
monocarpic => μονοκαρπικός, monocarpellary => μονοκαρπελλικός, monocarp => μονοκαρποφόρος, monocardian => μονοκαρδιακός, monocarboxylic => μονοκαρβοξυλικό,