FAQs About the word monkhood

μοναχισμός

The character or condition of a monk., Monks, regarded collectively.

Ιατρική άσκηση,ιερατείο,κλήρος,διακονία,επισκοπή,ιεραρχία,Πρεσβυτέριον,πνευματικότητα,εκκλησία,ύφασμα

λαϊκοί

mon-khmer => μαλαιοπολυνησιακές, monkflower => γομαρίνος, monkfish => Μοναχός , monkey-wrench => γαλλικό κλειδί, monkeytail => Ουρά πιθήκου,