FAQs About the word spiritualty

(πνευματικότητα) Pneumatikótita

property or income owned by a church

εκκλησία,κλήρος,πνευματικότητα,ύφασμα,επισκοπή,ιεραρχία,υπουργείο,ιερατείο,διακονία,πρώτος κλήρος

λαϊκοί

spiritually => πνευματικά, spiritualize => πνευματίζω, spiritualization => πνευματοποίηση, spirituality => πνευματικότητα, spiritualistic => πνευματιστικός,