FAQs About the word diaconate

διακονία

The office of a deacon; deaconship; also, a body or board of deacons., Governed by deacons.

κλήρος,επισκοπή,ιεραρχία,Πρεσβυτέριον,εκκλησία,ύφασμα,υπουργείο,ιερατείο,πνευματικότητα,Ιατρική άσκηση

λαϊκοί

diaconal => διακονικός, diacodium => σιρόπι παπαρούνας, diacid => διοξύ, diachylum => Διακύλου, diachylon => δίαχυλον,