FAQs About the word clerkship

Ιατρική άσκηση

the job of clerkState, quality, or business of a clerk.

επισκοπή,ιεραρχία,μοναχισμός,ιερατείο,κλήρος,διακονία,Πρεσβυτέριον,πνευματικότητα,εκκλησία,ύφασμα

λαϊκοί

clerkly => υπαλληλικός, clerkliness => κληρικαλισμός, clerklike => υπαλληλικός, clerkless => χωρίς υπάλληλο, clerking => γραμματέας,