Greek Meaning of diaconal

διακονικός

Other Greek words related to διακονικός

Definitions and Meaning of diaconal in English

Webster

diaconal (a.)

Of or pertaining to a deacon.

FAQs About the word diaconal

διακονικός

Of or pertaining to a deacon.

αποστολικός,κανονικός,περιοχής επίσκοπου,εκκλησιαστικός,εκκλησιαστικός,επισκοπικός,ευαγγελικός,ευαγγελικός,υπουργικός,ιεραπόστολος

τοποθετώ,κοσμικός,κροταφικός,λαϊκός

diacodium => σιρόπι παπαρούνας, diacid => διοξύ, diachylum => Διακύλου, diachylon => δίαχυλον, diachrony => Διαχρονία,