Greek Meaning of episcopal
επισκοπικός
Other Greek words related to επισκοπικός
- αποστολικός
- κανονικός
- κληρικαλικός
- ευαγγελικός
- ευαγγελικός
- υπουργικός
- παπικός
- Ποιμενικός
- πατριαρχικός
- Ποντιφικός
- ιερατικός
- ραβινικός
- ραββινικός
- ιερατικός
- ευλογημένος
- αφιερωμένος
- θείος
- εκκλησιαστικός
- εκκλησιαστικός
- εκκλησιαστικός
- άγιος
- θρησκευτικός
- ιεροτελεστικός
- ευλογημένος
- εκκλησιαστικός
- ιερός
- ιερός
- ιερός
- ηγιασμένος
Nearest Words of episcopal
- episcopal church => Αγγλικανική Εκκλησία
- episcopal church of scotland => Επισκοπική Εκκλησία της Σκωτίας
- episcopalian => επίσκοπος
- episcopalianism => Επισκοπαλισμός
- episcopally => επισκοπικά
- episcopant => επίσκοπος
- episcoparian => επισκοπικός
- episcopate => επισκοπή
- episcopated => επισκοπικός
- episcopating => επισκοπεύοντες
Definitions and Meaning of episcopal in English
episcopal (a)
of or pertaining to or characteristic of the Episcopal church
denoting or governed by or relating to a bishop or bishops
episcopal (a.)
Governed by bishops; as, an episcopal church.
Belonging to, or vested in, bishops; as, episcopal jurisdiction or authority; the episcopal system.
FAQs About the word episcopal
επισκοπικός
of or pertaining to or characteristic of the Episcopal church, denoting or governed by or relating to a bishop or bishopsGoverned by bishops; as, an episcopal c
αποστολικός,κανονικός,κληρικαλικός,ευαγγελικός,ευαγγελικός,υπουργικός,παπικός,Ποιμενικός,πατριαρχικός,Ποντιφικός
τοποθετώ,κοσμικός,κροταφικός,μη εκκλησιαστικός,μη εκκλησιαστικός,μη δογματικό,βέβηλος,λαϊκός,μη θρησκευτικός
episcopacy => Επισκοπή, episcleritis => Επισκληρίτιδα, episcleral veins => Επισκληρικά φλέβες, episcia dianthiflora => Episcia dianthiflora, episcia => Επισκία,