Greek Meaning of rabbinic
ραβινικός
Other Greek words related to ραβινικός
- αποστολικός
- κανονικός
- κληρικαλικός
- επισκοπικός
- ευαγγελικός
- ευαγγελικός
- υπουργικός
- παπικός
- Ποιμενικός
- πατριαρχικός
- Ποντιφικός
- ιερατικός
- θρησκευτικός
- ιερατικός
- ευλογημένος
- αφιερωμένος
- θείος
- εκκλησιαστικός
- εκκλησιαστικός
- εκκλησιαστικός
- άγιος
- ιεροτελεστικός
- ευλογημένος
- εκκλησιαστικός
- ιερός
- ιερός
- ιερός
- ηγιασμένος
Nearest Words of rabbinic
Definitions and Meaning of rabbinic in English
rabbinic (a)
of or relating to rabbis or their teachings
rabbinic (a.)
Alt. of Rabbinical
rabbinic (n.)
The language or dialect of the rabbins; the later Hebrew.
FAQs About the word rabbinic
ραβινικός
of or relating to rabbis or their teachingsAlt. of Rabbinical, The language or dialect of the rabbins; the later Hebrew.
αποστολικός,κανονικός,κληρικαλικός,επισκοπικός,ευαγγελικός,ευαγγελικός,υπουργικός,παπικός,Ποιμενικός,πατριαρχικός
τοποθετώ,κοσμικός,κροταφικός,μη εκκλησιαστικός,μη εκκλησιαστικός,μη δογματικό,βέβηλος,λαϊκός,μη θρησκευτικός
rabbinate => Ραβινάτο, rabbin => ραββίνος, rabbies => Λύσσα, rabbi moses ben maimon => Ραβίνος Μωυσής (-εως) Μάϊμονος (του), rabbi => ραβίνος,