Greek Meaning of canonical

κανονικός

Other Greek words related to κανονικός

Definitions and Meaning of canonical in English

Wordnet

canonical (a)

appearing in a biblical canon

of or relating to or required by canon law

Wordnet

canonical (s)

reduced to the simplest and most significant form possible without loss of generality

conforming to orthodox or recognized rules

FAQs About the word canonical

κανονικός

appearing in a biblical canon, of or relating to or required by canon law, reduced to the simplest and most significant form possible without loss of generality

αποστολικός,κληρικαλικός,επισκοπικός,ευαγγελικός,ευαγγελικός,υπουργικός,παπικός,Ποιμενικός,πατριαρχικός,Ποντιφικός

τοποθετώ,κοσμικός,κροταφικός,μη εκκλησιαστικός,μη εκκλησιαστικός,βέβηλος,λαϊκός,μη θρησκευτικός,μη δογματικό

canonic => κανονικός, canoness => Κανονή, canon law => Εκκλησιαστικό δίκαιο, canon bone => Κανόνας οστού, canon bit => bit κανονιού,