Greek Meaning of spiritually

πνευματικά

Other Greek words related to πνευματικά

Definitions and Meaning of spiritually in English

Wordnet

spiritually (r)

in a spiritual manner

FAQs About the word spiritually

πνευματικά

in a spiritual manner

ασώματος,μεταφυσικός,Αΰλος,ψυχικός,ψυχικός,υπερφυσικός,ασώματος,αιθέριος ,άμορφος,άυλος

σωματικός,υλικό,φυσικός,ουσιαστικός,ζώο,σωματικός,παρατηρήσιμος,ε разумный,απτός,ορατός

spiritualize => πνευματίζω, spiritualization => πνευματοποίηση, spirituality => πνευματικότητα, spiritualistic => πνευματιστικός, spiritualist => Πνευματιστής,