Greek Meaning of bullying
εκφοβισμός
Other Greek words related to εκφοβισμός
- ασκητής
- ασκητικός
- εκφοβισμός
- μοναστικός
- μοναστικός
- πεισματάρης
- αμείλικτος
- Επιλεγμένο
- σταθερός
- σταθερός
- αμετάπειστος
- αυταρχικός
- σκληρόκαρδος
- αποφασισμένος
- επίμονος
- κατσούφης
- στερεός
- βαρύς
- Σκληρή γραμμή
- σκληρυμένο
- ακίνητος
- αμείλικτος
- αδάμαστος
- αμείλικτος
- άσπλαχνος
- αποφασισμένος
- άκαμπτος
- αδιάλλακτος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- αδαμάντινος
- αυστηρός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- Φlinstones
- Σκληρόκαρδος
- σκληρός
- αδέξιος
- άκαμπτος
- Οστεοποιημένος
- ράβδος καθαρισμού
- άκαμπτος
- αυστηρός
- σκληρό σαν πέτρα
- σοβαρός
- πρύμνη
- άκαμπτος
- αυστηρός
- σκληρός
- αναίσθητος
- Αποδεκτός
- φιλανθρωπικός
- εύκολος
- εύκολος
- ανεκτικός
- ήπιος
- επιεικής
- ευγενικός
- χαλαρός
- επιεικής
- ήπιος
- ασθενής
- μαλακός
- ανεκτικός
- ήπιος
- χαλαρός
- ελεήμων
- μη αποκριτικός
- μαλακοκάδιας
- ανεπιτήδευτο
- πρόθυμος
- υποχωρητικός
- συγκαταβατικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- υπάκουος
- συμβατός
- ανένδοτος
- ευέλικτος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
Nearest Words of bullying
Definitions and Meaning of bullying in English
bullying (n)
the act of intimidating a weaker person to make them do something
bullying (s)
noisily domineering; tending to browbeat others
bullying (p. pr. & vb. n.)
of Bully
FAQs About the word bullying
εκφοβισμός
the act of intimidating a weaker person to make them do something, noisily domineering; tending to browbeat othersof Bully
ασκητής,ασκητικός,εκφοβισμός,μοναστικός,μοναστικός,πεισματάρης,αμείλικτος,Επιλεγμένο,σταθερός,σταθερός
Αποδεκτός,φιλανθρωπικός,εύκολος,εύκολος,ανεκτικός,ήπιος,επιεικής,ευγενικός,χαλαρός,επιεικής
bullyboy => τραμπούκος, bully tree => δέντρο εκφοβισμού, bully pulpit => Ο θρόνος του εκφοβισμού, bully off => εκφοβίζω, bully beef => Κονσέρβα,