Greek Meaning of flintiness

πυριτιτικότητα

Other Greek words related to πυριτιτικότητα

Definitions and Meaning of flintiness in English

Webster

flintiness (n.)

The state or quality of being flinty; hardness; cruelty.

FAQs About the word flintiness

πυριτιτικότητα

The state or quality of being flinty; hardness; cruelty.

αυστηρός,αυταρχικός,βαρύς,σκληρός,σκληρυμένο,σκληρός,άκαμπτος,αυστηρός,σοβαρός,πρύμνη

εύκολος,εύκολος,ανεκτικός,ήπιος,επιεικής,χαλαρός,επιεικής,ήπιος,μαλακός,ανεκτικός

flint-hearted => σκληρός σαν πέτρα, flinthead => Πυριτόλιθος, flint river => Ποταμός Φλιντ, flint maize => Αραβόσιτος κρεμνιστός, flint glass => Πυριτόλιθος,