FAQs About the word flintware

Πυρίτης

A superior kind of earthenware into whose composition flint enters largely.

No synonyms found.

No antonyms found.

flintstone => Φλίντστοουν, flintlock => πυροβόλο όπλο με πυρίτιο, flintiness => πυριτιτικότητα, flint-hearted => σκληρός σαν πέτρα, flinthead => Πυριτόλιθος,