Greek Meaning of flinger

σφενδόνη

Other Greek words related to σφενδόνη

Definitions and Meaning of flinger in English

Webster

flinger (n.)

One who flings; one who jeers.

FAQs About the word flinger

σφενδόνη

One who flings; one who jeers.

Σκαρθί,άτακτο παιχνίδι,Αγοραστική φρενίτιδα,Μπιντζ,απόδραση,εορτής,περιέλαση,σκανδαλίζω,διασκέδαση,ειδυλλιακός

υιοθετώ,αγκαλιάζω,αναλαμβάνω,χρήση,αξιοποιώ,προσλαμβάνω,κρατώ,κρατάω,διατηρώ,απέχω

flingdust => σκόνη, fling off => Πετάω μακριά, fling => περιπέτεια, flindosy => Φλίντοσι, flindosa => φλίντοσα,