Greek Meaning of idyl
ειδυλλιακός
Other Greek words related to ειδυλλιακός
- απόλαυση
- απόδραση
- εορτής
- περιπέτεια
- περιέλαση
- σκανδαλίζω
- διασκέδαση
- Σκαρθί
- ευχαρίστηση
- τέχνασμα
- γλεντάω
- διασκεδάζω
- άτακτο παιχνίδι
- Αγοραστική φρενίτιδα
- Διασκέδαση
- αντίκα
- bender
- Μπιντζ
- κάππαρη
- πανηγυρίζω
- εκτροπή
- ψυχαγωγία
- Φάρσα
- Μπρανίγκαν
- γλουτοί
- προτομή
- αγώνας στίβου
- επιείκεια
- ευθυμία
- Διασκέδαση
- Μαϊμουδίες
- Αναψυχή
- αυτοϊκανοποίηση
- κατεργαριά
- Τουρσί
- εξερευνήστε
- μπιπ
Nearest Words of idyl
Definitions and Meaning of idyl in English
idyl (n)
a musical composition that evokes rural life
a short poem descriptive of rural or pastoral life
idyl (n.)
A short poem; properly, a short pastoral poem; as, the idyls of Theocritus; also, any poem, especially a narrative or descriptive poem, written in an eleveted and highly finished style; also, by extension, any artless and easily flowing description, either in poetry or prose, of simple, rustic life, of pastoral scenes, and the like.
FAQs About the word idyl
ειδυλλιακός
a musical composition that evokes rural life, a short poem descriptive of rural or pastoral lifeA short poem; properly, a short pastoral poem; as, the idyls of
απόλαυση,απόδραση,εορτής,περιπέτεια,περιέλαση,σκανδαλίζω,διασκέδαση,Σκαρθί,ευχαρίστηση,τέχνασμα
No antonyms found.
idun => Ίντουν, idumean => Ιδουμαίος, idrialite => ιδριαλίτης, idrialine => ιυδαριάλινη, idria columnaris => κυπαρίσσι στήλης,