Greek Meaning of recreation
Αναψυχή
Other Greek words related to Αναψυχή
- Διασκέδαση
- απόλαυση
- ψυχαγωγία
- διασκέδαση
- χαλάρωση
- ερωτοτροπία
- εκτροπή
- σκανδαλίζω
- σκανταλιά
- παίξε
- ευχαρίστηση
- ατίθαση
- αθλητισμός
- διασκέδαση και παιχνίδια
- γελοιότητα
- ευχαρίστηση
- δαιμονικότητα
- διαβολία
- διαβολιά
- σκανδαλίζοντας
- σκωτσίματα
- Σκανταλιές
- σκανταλιές
- ξεκαρδιστικότητα
- εστία
- Χόμπι
- Κουνιστό αλογάκι
- παιχνίδι
- γρουσουζιά
- κλοτσιά
- Σκαρθί
- ευθυμία
- Διασκέδαση
- σκανταλιά
- Χόμπι
- Τπαιζιδιάρικη
- ευχαρίστηση
- ατιμία
- γλεντάω
- γλέντι
- χοροπηδάω
- αθλητικότητα
- Αγοραστική φρενίτιδα
- ανοησία
- ασέλγεια
Nearest Words of recreation
- re-creation => Επαναδημιουργία
- recreation facility => Αναψυκτήριο
- recreation room => Χώρος αναψυχής
- recreational => αναψυχής
- recreational facility => Εγκατάσταση αναψυχής
- recreational vehicle => τροχόσπιτο
- recreative => ψυχαγωγικός
- re-creative => αναδημιουργικός
- recrement => απορρίμματα
- recremental => απροϊον
Definitions and Meaning of recreation in English
recreation (n)
an activity that diverts or amuses or stimulates
activity that refreshes and recreates; activity that renews your health and spirits by enjoyment and relaxation
recreation (n.)
The act of recreating, or the state of being recreated; refreshment of the strength and spirits after toil; amusement; diversion; sport; pastime.
FAQs About the word recreation
Αναψυχή
an activity that diverts or amuses or stimulates, activity that refreshes and recreates; activity that renews your health and spirits by enjoyment and relaxatio
Διασκέδαση,απόλαυση,ψυχαγωγία,διασκέδαση,χαλάρωση,ερωτοτροπία,εκτροπή,σκανδαλίζω,σκανταλιά,παίξε
Εργασία,δουλειά,δουλειά της κακομοίρας,καθήκον,υποχρέωση,ευθύνη
recreating => Αναψυκτικός, re-created => επαναδημιουργημένο, recreated => Αναδημιουργία, re-create => αναδημιουργώ, recreate => Αναψυχή,