Greek Meaning of re-creative

αναδημιουργικός

Other Greek words related to αναδημιουργικός

Definitions and Meaning of re-creative in English

Webster

re-creative (a.)

Creating anew; as, re-creative power.

FAQs About the word re-creative

αναδημιουργικός

Creating anew; as, re-creative power.

φιλικός,αστείος,καταπραϋντικός,γοητευτικός,χαρούμενος,άνετος,ελπιδοφόρος,μαγευτικός,Διασκεδαστικό,συναρπαστικός

αποτρόπαιος,βαρετό,δυσάρεστος,απεχθής,επίπεδος,φρικτός,κολασμένος,φρικτός,αποκρουστικός,προσβλητικό

recreative => ψυχαγωγικός, recreational vehicle => τροχόσπιτο, recreational facility => Εγκατάσταση αναψυχής, recreational => αναψυχής, recreation room => Χώρος αναψυχής,