Greek Meaning of slipshod
ατημέλητος
Other Greek words related to ατημέλητος
- απρόσεκτος
- αμελής
- αμελής
- απερίσκεπτος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- παρορμητικός
- χαλαρός
- ανόητος
- Δερματικό εξάνθημα
- αμελής
- φθαρμένος
- Επικίνδυνος
- ευθυμής
- ξεχασιάρης
- απερίσκεπτος
- ακούσιος
- απρόσεκτος
- απερίσκεπτος
- αναίσθητος
- αδιάκριτος
- αφρόντιστη
- ανεξάρτητα
- απρόσεκτος
- απροστάτευτος
- απρόσεκτος (aprósektos)
- απρόσεκτος
Nearest Words of slipshod
Definitions and Meaning of slipshod in English
slipshod (s)
marked by great carelessness
slipshod (a.)
Wearing shoes or slippers down at the heel.
Figuratively: Careless in dress, manners, style, etc.; slovenly; shuffling; as, slipshod manners; a slipshod or loose style of writing.
FAQs About the word slipshod
ατημέλητος
marked by great carelessnessWearing shoes or slippers down at the heel., Figuratively: Careless in dress, manners, style, etc.; slovenly; shuffling; as, slipsho
απρόσεκτος,αμελής,αμελής,απερίσκεπτος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,παρορμητικός,χαλαρός,ανόητος,Δερματικό εξάνθημα
προσεκτικός, προσεκτική,προσεκτικός,συνειδητός,ακριβές,σχολαστικός,παρατηρητικός,συνειδητός,άγρυπνος,επαγρυπνών,επιφυλακτικός
slippy => γλιστερός, slipping => ολίσθηση, slippiness => ολισθηρότητα, slippery elm => Όλισθηρή φτελιά, slippery => Ολισθηρός,