Greek Meaning of reinforced
ενισχυμένη
Other Greek words related to ενισχυμένη
Nearest Words of reinforced
- reinforced concrete => οπλισμένο σκυρόδεμα
- reinforcement => ενίσχυση
- reinforcer => ενισχυτής
- reinforcing stimulus => Ενισχυτικό ερέθισμα
- reinfund => επιστροφή χρημάτων
- reingratiate => Επαναφέρω στη χάρη
- reinhabit => επανεγκαθιστώ
- reinhold niebuhr => Ράινχολντ Νίμπουρ
- reining => Ρινινγκ
- reinless => χαλινάρι
Definitions and Meaning of reinforced in English
reinforced (s)
given added strength or support
(used of soaps or cleaning agents) having a substance (an abrasive or filler) added to increase effectiveness
FAQs About the word reinforced
ενισχυμένη
given added strength or support, (used of soaps or cleaning agents) having a substance (an abrasive or filler) added to increase effectiveness
με την υποστήριξη,στηριγμένος,ενισχυμένο,επιβεβαιωμένο,επιβεβαιωμένος,υποστηριζόμενος,επαληθευμένο,επιβεβαιωμένος,καθιερωμένος,αποδεδειγμένο
υπονομεύει,εξασθενημένος,undercut
reinforce => ενισχύω, reinfectious => επαναλοιμώδης, reinfect => Επανειμόλυνση, reinette => Ρενέτ, reined => χαλιναγωγημένο,