Greek Meaning of reined

χαλιναγωγημένο

Other Greek words related to χαλιναγωγημένο

Definitions and Meaning of reined in English

Webster

reined (imp. & p. p.)

of Rein

FAQs About the word reined

χαλιναγωγημένο

of Rein

σταμάτησε,δεμένος,επιλεγμένο,περιορισμένος,Επιβαρυμένος,δεμένος,εμπόδισε,Ανάπηροι,παρεμποδισμένος,κουτσός

βοήθησε,υποστηρίζεται,ξεκαθαρισμένο,διευκόλυνε,βοήθησε,ανοιχτός,ενθάρρυνε,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,χαλαρός

reinduce => επαναεμφανίζω, reindeer moss => Αγάρο κόκκινος, reindeer lichen => Φουντωτή λειχήνα, reindeer => Ταρανδος, reincur => Μετεμψυχώνω,